αντιπαρήκω

αντιπαρήκω
ἀντιπαρήκω (Α)
1. αντιπαρεκτείνομαι*
2. περικυκλώνω, υπερφαλαγγίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”